φαλαινῶν

φαλαινῶν
φάλαινα
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • Ρέυκιαβικ — (Reykjavik). Πόλη της νοτιοδυτικής Ισλανδίας, πρωτεύουσα της χώρας. Η Ρ., που βρίσκεται στη νότια ακτή του κόλπου Φάξαφλοϊ, εκτείνεται σε πεδινή ζώνη, από τη χερσόνησο της Σελτγιάρνανες μέχρι τη μικρή λίμνη Τγιέρναν, ενώ μερικές κατοικημένες… …   Dictionary of Greek

  • φαλαινοθηρικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στη θήρα (αλιεία) των φαλαινών: Φαλαινοθηρικό πλοίο. 2. το ουδ. ως ουσ., φαλαινοθηρικό πλοίο ειδικά εξοπλισμένο για το κυνήγι, την αλιεία φαλαινών και την επεξεργασία της σάρκας τους: Στόλος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δελφινιέρα — η [δελφίνι] ακόντιο που ρίχνεται με μικρό πυροβόλο ή και με το χέρι εναντίον κητών και κυρίως φαλαινών …   Dictionary of Greek

  • κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… …   Dictionary of Greek

  • κόγκια — η ζωολ. γένος φαλαινών τής οικογένειας Physeteridae. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. kogia] …   Dictionary of Greek

  • κύαμος — (Cyamus). Γένος αμφίποδων καρκινοειδών, τα οποία αποτελούν εξωπαράσιτα πολλών κητωδών. Είναι γνωστά και ως ψείρες των φαλαινών. * * * ο (AM κύαμος) 1. το φυτό κουκιά 2. ο καρπός τού φυτού κουκιά, το κουκί μσν. αρχ. συν. στον πληθ. οι κύαμοι είδος …   Dictionary of Greek

  • μεγάπτερη — η ζωολ. γένος φαλαινών τής οικογένειας balaenopteridae …   Dictionary of Greek

  • φαλαιναλιευτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αλιεία φαλαινών 2. το ουδ. ως ουσ. το φαλαιναλιευτικό το φαλαινοθηρικό πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαινα + αλιευτικός] …   Dictionary of Greek

  • φαλαινοθηρία — η, Ν (αλιευτ.) αλιεία φαλαινών για την παραγωγή τροφής, ελαίου ή και τών δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλαινοθήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Αγγ. Βλάχο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”